αμετάγγιστος, -η

αμετάγγιστος, -η
-ο επίρρ. αυτός που δε μεταγγίστηκε ή δεν μπορεί να μεταγγιστεί από ένα δοχείο σ' άλλο: Το υγρό αυτό είναι αμετάγγιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμετάγγιστος — –η, ο [μεταγγίζω] 1. (για υγρά) αυτός που δεν μεταγγίστηκε ή δεν έχει μεταγγιστεί, αυτός που δεν μεταφέρθηκε από δοχείο σε δοχείο 2. αυτός που δεν μπορεί να μεταγγιστεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”